κλοιός

κλοιός
κλοιός
Grammatical information: m.
Meaning: `collar for dogs, iron collar for prisoners' (Com., E. Kyk., X., Babr.).
Other forms: also κλῳός (Ar. V. 897, E. Kyk. 235)
Derivatives: κλοιώτης ὁ δεσμώτης; κλοιωτά δεσμοῖς διειλημμένα H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Prob. from *κλωϜιός, but without good connection. Since Curtius often onnected to κλεΐς `key'; diff. Hirt (s. Bq) and Machek Voprosy jazykoznanija 1 (1957) 104. The word may be Pre-Greek; could it have been *klawyos?
Page in Frisk: 1,875

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλοιός — dog collar masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοιός — Μεταλλικό στεφάνι, κυκλικός δεσμός (κυρίως γύρω από τον λαιμό ή τα χέρια)· ειδικό στεφάνι, σιδερένιο ή ξύλινο, που το χρησιμοποιούσαν ως όργανο βασανιστηρίων ήδη από την αρχαιότητα. Η απλούστερη μορφή του ήταν μια επίπεδη σανίδα με τρεις τρύπες,… …   Dictionary of Greek

  • κλοιός — ο σιδερένιος ή ξύλινος κυκλικός δεσμός του λαιμού ή των χεριών ή των ποδιών ανθρώπων και ζώων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλοιοῖς — κλοιός dog collar masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοιοί — κλοιός dog collar masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοιοῦ — κλοιός dog collar masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοιούς — κλοιός dog collar masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοιῶν — κλοιός dog collar masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοιῷ — κλοιός dog collar masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοιόν — κλοιός dog collar masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωιόν — κλοιός dog collar masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”